ἀκροπόλι

ἀκροπόλι
ἀκροπόλῑ , ἀκρόπολις
upper
fem dat sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκρόπολι — ἀκρόπολις upper fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόλις — ἀκροπόλῑς , ἀκρόπολις upper fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”